Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαμάτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαμάτος -η -ο [γamátos] Ε3 : (λαϊκ., για πργ.) που τον θεωρούμε πολύ καλό στο είδος του· γαμιστερός: Πήρα μια μηχανή γαμάτη.

[γαμ(ώ) -άτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες