Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαλβανιζέ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαλβανιζέ [γalvanizé] Ε (άκλ.) : που τον έχουν γαλβανίσει· γαλβανισμένος.

[λόγ. < γαλλ. galvanisé (δες στο γαλβανισμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες