Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γαλατσίδα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαλατσίδα η [γalatsíδa] Ο26 : γενική ονομασία διάφορων χόρτων με γαλακτώδη χυμό.

[μσν. γαλατσίδα < γαλατσίς, αιτ. -ίδα < γαλακτίς (ισχυροπ. της άρθρ. [kti > tsi], σύγκρ. και ατσίδα) < γαλακτ- (γάλα) -ίς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go