Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαλανο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαλανο- [γalano] & γαλανό- [γalanó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα παρατακτικά επίθε τα δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την παρουσία του γαλανού χρώματος και του χρώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: γαλανόλευκος, ~πράσινος. 2. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό έχει γαλανό χρώμα: ~μάτης.

[θ. του επιθ. γαλαν(ός) -ο-]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαλανόλευκος -η -ο [γalanólefkos] Ε5 : που συνδυάζει τα χρώματα γαλάζιο και λευκό. || (ως ουσ.) η γαλανόλευκη, η ελληνική σημαία: Στο Λευκό Πύργο κυμάτιζε η γαλανόλευκη.

[λόγ. γαλανο- + λευκ(ός) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαλανομάτης -α -ικο [γalanomátis] Ε9 : που έχει γαλανά μάτια. || (ως ουσ.).

[γαλανο- + -μάτης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαλανός -ή -ό [γalanós] Ε1 : 1. που έχει ανοιχτό γαλάζιο χρώμα: ~ ουρανός. Γαλανή θάλασσα. Γαλανά νερά. 2. που έχει γαλανά μάτια (συνήθ. με λευκό δέρμα και ξανθά μαλλιά). || (ως ουσ.): Mια ξανθιά και γαλανή.

[ελνστ. καλλεανός (< κάλαϊς δες στο γαλάζιος) > μσν. *γαλεανός ( [k > γ] δες στο γαλάζιος) και αποβ. του [e] για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες