Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαλακτοπώλης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαλακτοπώλης ο [γalaktopólis] Ο10 θηλ. γαλακτοπώλισσα [γalaktopó lisa] Ο27 : ιδιοκτήτης (ή υπάλληλος) γαλακτοπωλείου.

[λόγ. γαλακτο- + -πώλης (πρβ. σπάν. ελνστ. γαλακτοπώλης)· λόγ. γαλακτοπώλ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες