Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γαλαθηνός, επίθ.
-
- Που ακόμη βυζαίνει, τρυφερός, μικρός:
- (Ιερακοσ. 46728).
[αρχ. επίθ. γαλαθηνός. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Που ακόμη βυζαίνει, τρυφερός, μικρός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαλαθηνός -ή -ό [γalaθinós] Ε1 : (λόγ.) για παιδί ή μικρό θηλαστικό ζώο που ακόμη θηλάζει.
[λόγ. < αρχ. γαλαθηνός]



