Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαλέρα η [γaléra] Ο25 : είδος πολεμικού ιστιοφόρου πλοίου με κουπιά, σε χρήση από το Mεσαίωνα ως το 18ο αι.: Tρικάταρτη ~. Kουρσάρικη ~.
[αντδ.(;) < βεν. galera < ισπαν. galera (στη σημερ. σημ.) < ίσως μσν. γαλαία `μικρό πειρατικό πλοίο΄ (ιλλυρικής(;) προέλ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γαλέρα η.
-
- (Ναυτ.) γαλέα (βλ. γαλέα ΙΙ)·
- έκφρ. γρόσσα γαλέρα = «μεγάλη γαλέρα», η γαλεάτσα (βλ. ά.):
- (Ψευδο-Σφρ. 3843).
- έκφρ. γρόσσα γαλέρα = «μεγάλη γαλέρα», η γαλεάτσα (βλ. ά.):
[<βεν. galera (Kahane, GR I 313-7). Η λ. και σήμ.]
- (Ναυτ.) γαλέα (βλ. γαλέα ΙΙ)·



