Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαιόσακος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαιόσακος ο [jeósakos] Ο20α : (στρατ.) σάκος που τον γεμίζουν με χώμα ή άμμο και που τον χρησιμοποιούν στην κατασκευή πρόχειρων οχυρωμάτων.

[λόγ. γαιο- + σάκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες