Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαζί
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαζί το [γazí] Ο43 : 1. πυκνό και στερεό ράψιμο που γίνεται κυρίως με τη ραπτομηχανή, αλλά και με το χέρι, χωρίς να αφήνονται κενά διαστήματα: Πυκνό / αραιό / ψιλό / χοντρό ~. Εσωτερικά / εξωτερικά γαζιά. Θα το κάνω ~, θα το γαζώσω. Έκανα δύο γαζιά, το γάζωσα σε δύο μεριές. ΦΡ (δουλεύω κπ.) ψιλό ~, κοροϊδεύω κπ. τόσο έξυπνα που δεν το καταλαβαίνει. 2. στο κέντημα, είδος βελονιάς που μοιάζει με το γαζί της μηχανής.

[αραβ. kazzy `μεταξωτός΄ (κέντημα με μεταξωτή κλωστή), [k > γ] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια αλλαγή (πρβ. καρίδα > γαρίδα)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαζία η [γazía] Ο25 : δέντρο με κίτρινα χνουδωτά, ευωδιαστά λουλούδια που σχηματίζουν τσαμπιά.

[αντδ. < βεν. gazia (ιταλ. gaggia, στη σημερ. σημ.) < υστλατ. acacia ( [acá-] ) & ελνστ. ἀκακία (διατήρηση του ελλην. τονισμού), αιγυπτ. προέλ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες