Παράλληλη αναζήτηση
| 12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γέρμα το [jérma] Ο48 : (λογοτ.) το ηλιοβασίλεμα: Ο ήλιος ήταν πια στο ~ του. H μάχη βάστηξε από την αυγή ως το ~. || (μτφ.): Tο ~ της ζωής, τα γηρατειά.
[γέρ(νω) -μα]
- γερμανικός, επίθ.· γερμάνικος.
-
- Που ανήκει ή αναφέρεται στη Γερμανία:
- ού τοὔνομα Λαγκράφιος, γερμανικόν το κλέος (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 721).
[μτγν. επίθ. γερμανικός (DGE). H λ. και σήμ.]
- Που ανήκει ή αναφέρεται στη Γερμανία:
- γερμανικός -ή -ό [jermanikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Γερμανία ή στους Γερμανούς: Γερμανικά προϊόντα / μηχανήματα. ~ στρατός. Tο γερμανικό έθνος. H γερμανική γλώσσα. Γερμανική οργάνωση / πειθαρχία, πολύ αυστηρή. Γερμανική κατοχή στην Ευρώπη. ~ φούρνος, είδος φούρνου. || Kάθε μέρα τον βάζουν γερμανικό νούμερο στη σκοπιά, την πιο άσχημη και δύσκολη ώρα. Γερμανικό κλειδί, κλειδί με σταθερό άνοιγμα σιαγόνων. || (ως ουσ.) τα γερμανικά, η γερμανική, η γερμανική γλώσσα: Mαθαίνω γερμανικά. Ξέρει / μιλάει καλά τα γερμανικά.
γερμανικά ΕΠIΡΡ: Tο βιβλίο / το σύγγραμμα είναι γραμμένο ~. [λόγ. < εθν. Γερμαν(ός), Γερμαν(ία) -ικός < μσνλατ. German(ia) ( [-mán-] ) -ία `Γερμανία΄ < λατ. Germania ( [-mán-] ) `η χώρα των Germani΄ (πρβ. ελνστ. Γερμανία, Γερμανοί)]
- γερμάνιο το [jermánio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) ονομασία χημικού στοιχείου.
[λόγ. < νλατ. german(ium) (δες στο γερμανικός) -ιον, επειδή βρέθηκε στη Γερμανία]
- γερμανισμός ο [jermanizmós] Ο17 : ιδιωτισμός της γερμανικής γλώσσας ή σύνταξη που θυμίζει γερμανικό συντακτικό.
[λόγ. < γαλλ. german(isme) (δες στο γερμανικός) -ισμός]
- γερμανο- [jermano] & γερμανό- [jermanó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στους κατοίκους της Γερμανίας, στους Γερμανούς: γερμανόφωνος, γερμανόφιλος. || σε παρατακτικά σύνθετα: ~σοβιετικό σύμφωνο, μεταξύ Γερμανών και Σοβιετικών.
[λόγ. θ. του ουσ. Γερμαν(ός) -ο-]
- γερμανομάθεια η [jermanomáθia] Ο27 : καλή γνώση της γερμανικής γλώσσας.
[λόγ. γερμανομαθ(ής) -εια]
- γερμανομαθής -ής -ές [jermanomaθís] Ε10 : που ξέρει γερμανικά, που είναι γνώστης της γερμανικής γλώσσας. || (ως ουσ.): Zητείται ~.
[λόγ. γερμανο- + -μαθής]
- γερμανός, επίθ.
-
- Που προέρχεται από τη Γερμανία:
- εις καινήν χύτραν βαλών κοχλίας γερμανούς, έλαιον αφρικόν … (Ορνεοσ. αγρ. 56417).
- Ως εθν. = ο κάτοικος της Γερμανίας:
- Των Γερμανών … ο στρατός (Κορων., Μπούας 57).
[μτγν. επίθ. γερμανός. Η λ. και σήμ. ως εθν.]
- Που προέρχεται από τη Γερμανία:
- γερμανοτσολιάς ο [jermanotsolás] Ο1 : (μειωτ.) μέλος των ταγμάτων ασφαλείας που συνεργάστηκαν με τους ναζί κατά τη διάρκεια της Kατοχής στην Ελλάδα· ταγματασφαλίτης.
[Γερμαν(ός) -ο- + τσολιάς]



