Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γέμιση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γέμιση η [jémisi] Ο33 : 1. στη μαγειρική, τα υλικά με τα οποία παραγεμίζονται διάφορα φαγητά, κυρίως πουλερικά ή λαχανικά: H ~ της γαλοπούλας. Έβαλε πολλή ~ στις ντομάτες και δεν ψήθηκαν καλά. 2. η προοδευτική αύξηση του φωτεινού δίσκου της σελήνης από το πρώτο τέταρτο προς την πανσέληνο. ANT χάση: Tο φεγγάρι είναι στη γέμισή του. 3. ο εφοδιασμός φορητών ή πυροβόλων όπλων με εκρηκτική ύλη: ~ απογέμιση.

[γεμι- (γεμίζω) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες