Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γάτουλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γάτουλο το.
  • Αγωγός νερού:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 25324).

[<βεν. gatolo. Η λ. και σήμ. κρητ. (ΙΛ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες