Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γάντζωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γάντζωμα το [γándzoma] Ο49 : 1. το κρέμασμα ενός πράγματος από γάντζο. 2. (μτφ.) η υπερβολική ή η ενοχλητική προσκόλληση σε κπ.

[γα ντζώ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες