Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γάνα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γάνα η [γána] Ο25 : 1. πράσινη σκουριά που σχηματίζεται στα αγάνωτα χάλκινα σκεύη. 2. καπνιά που δημιουργείται εξωτερικά στα μαγειρικά σκεύη από τη φωτιά. || μουντζούρα, και στη λαογραφία το μουντζούρωμα του προσώπου εκείνων που ήθελαν να διαπομπέψουν. 3. το λευκό επίχρισμα της γλώσσας που οφείλεται συνήθ. σε δυσπεψία.

[γαν(ώνω) -α (αναδρ. σχημ.) (η σημ. από το υλικό που χρησιμοποιείται στο γάνωμα)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go