Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γάλλος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
γάλλος, επίθ.
  • Ευνουχισμένος, ανίκανος:
    • απρόκοπον και γάλλον έσται το γεννησόμενον (Βίος Αλ. 528).

[<μτγν. ουσ. γάλλος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go