Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γάζωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γάζωμα το [γázoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γαζώνω: Tο μανίκι μου ξηλώθηκε και θέλει ~.

[γαζώ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες