Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βότα
16 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
βότα η.
  • Θολωτό δωμάτιο, υπόγειο που χρησιμοποιείται για αποθήκη:
    • εβουλλώσαν … την βόταν όπου ήτον ο βίος (Μαχ. 506).

[<προβ. vota. Η λ. στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βοτάνη η· γεν. βοτάνου.
  • 1) (Γεν.) χόρτο:
    • (Προδρ. II 102).
  • 2)
    • α) Φαρμακευτικό, θεραπευτικό βότανο, βοτάνι:
      • ουκ ειδότες … ποίαν βοτάνην εκθλίβουσιν, ίνα ποιήσωμεν έμπλαστρον (Δούκ. 574
    • β) εκφρ. (ονομασίες φαρμακευτικών φυτών)
      • (1) ελαφική βοτάνη (βλ. και ελαφικός έκφρ):
        • (Ιερακοσ. 47024
      • (2) μισόδουλος βοτάνη:
        • (Ιερακοσ. 36027
      • (3) σιδηρίτις βοτάνη:
        • (Ορνεοσ. αγρ. 52030
      • (4) φιλάνθρωπος βοτάνη:
        • (Ιερακοσ. 4279
    • γ) μαγικό βότανο:
      • προς ονειροπόμπιον … ευρών βοτάνας (Βίος Αλ. 250).
  • 3) Πυρίτιδα, μπαρούτι:
    • βοτάνης συσκευασία εκ νίτρου τεάφης (Δούκ. 2653).

[αρχ. ουσ. βοτάνη. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βοτάνι το [votáni] Ο44 : (λαϊκότρ.) βότανο.

[μσν. βοτάνι(ο)ν < ελνστ. βοτάνιον, υποκορ. του αρχ. βοτάνη]

[Λεξικό Κριαρά]
βοτάνι το,
βλ. βοτάνιον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βοτανίζω [votanízo] -ομαι Ρ2.1 : καθαρίζω από τα ζιζάνια την καλλιεργημένη γη· ξεβοτανίζω, ξεχορταριάζω.

[ελνστ. βοτανίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
βοτανίζω.
  • (Προκ. για τη μήτρα) κάνω πλύση με φαρμακευτικά βότανα:
    • αι γυναίκες … βοτανίζουν την μήτραν εις το να μη συλληφθώσιν (Νομοκ. 3883).

[μτγν. βοτανίζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βοτανική η [votanikí] Ο29 : κλάδος της βιολογίας που μελετά τα φυτά ως προς τη μορφή, την υφή, τη γεωγραφική εξάπλωση και την ιστορία τους, φυτολογία. || το σχετικό επιστημονικό βιβλίο: Εγχειρίδιο βοτανικής.

[λόγ. < γαλλ. botanique (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. βοτανικός `που αναφέρεται στα βότανα, στα φυτά΄]

[Λεξικό Κριαρά]
βοτανικό το.
  • (Στον πληθ.) βότανο θεραπευτικό, βοτάνι:
    • βοτανικά να γιάνου δε μπορούσι (Ερωτόκρ. Ε´ 149).

[ουδ. του μτγν. επίθ. βοτανικός ως ουσ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βοτανικός -ή -ό [votanikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στα φυτά: Bοτανικές μελέτες. 2. που αποτελείται από φυτά: Bοτανική συλλογή. || ~ κήπος, χώρος στον οποίο γίνεται υποδειγματική καλλιέργεια φυτών για επιστημονικούς και διδακτικούς σκοπούς.

[λόγ. < ελνστ. βοτανικός (βοτανικός κήπος: μτφρδ. γαλλ. jardin botanique < ελνστ. βοτανικός)]

[Λεξικό Κριαρά]
βοτάνιον το· βοτάνι· βοτάνιν.
  • 1) (Γεν.) χόρτο:
    • εις όσον σε αγαπώ η γης βοτάνια ουκ έχει (Ερωτοπ. 596).
  • 2)
    • α) Φαρμακευτικό, θεραπευτικό βότανο· γιατρικό:
      • βοτάνια δεν τονε φελού, γιατροί δεν τον εγιαίνα (Ερωτόκρ. Δ´ 838
      • (μεταφ.):
        • το βοτάνιν της ελεημοσύνης του Θεού (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 465
    • β) μαγικό βότανο:
      • Όντε βρεθεί για τους νεκρούς ανάστασης βοτάνι (Ριμ. κόρ. 601).
  • 3) Μύρο:
    • Λίτραν βοτάνιν ακριβόν (Σκλέντζα, Ποιήμ. 1119).
  • 4) Πυρίτιδα, μπαρούτι:
    • από τη χώρα να πετούν μπόμπες με το βοτάνι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 26721).
  • 5) Εύφλεκτο υλικό, το γνωστό ως «υγρόν πυρ», «ελληνικόν πυρ»:
    • είχαν έναν βοτάνιν … και … εποίκαν μεγάλην ζημίαν των κατέργων (Μαχ. 36012).

[μτγν. ουσ. βοτάνιον. Ο τ. ι και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες