Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βόιδι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βόιδι το [vóiδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) το βόδι.

[μσν. βόιδι(ο)ν < ελνστ. βοΐδιον (υποκορ. του αρχ. βοῦς) (δες και στο βόδι)]

[Λεξικό Κριαρά]
βόιδι το· βόδι· βόδιν· βόδιον· βοΐδι· βόιδιον· βοΐδιον.
– Βλ. και βούδιν.
  • Βόδι:
    • πως να το δω (ενν. το παιδί μου) στα πόδια μου … σα βόιδι να μουγκρίζεται (Θυσ. 40).
  • Η λ. και ως τοπων.:
    • (Μαχ. 34017).

[<αρχ. ουσ. βοΐδιον. Οι τ. βόδιν και βοΐδι και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. βόδι και σήμ. Η λ. στο Du Cange (λ. βοΐδιον) και σήμ. λαϊκ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες