Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βωμολόχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βωμολόχος ο [vomolóxos] Ο18 θηλ. βωμολόχος [vomolóxos] Ο35 : (λόγ.) αυτός που εκστομίζει συχνά βωμολοχίες.

[λόγ. < αρχ. βωμολόχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες