Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βωμολοχώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βωμολοχώ [vomoloxó] Ρ10.9α : (λόγ.) εκστομίζω βωμολοχίες· αισχρολογώ.

[λόγ. < ελνστ. βωμολοχῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες