Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βυσματώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βυσματώνω [vizmatóno] -ομαι Ρ1 : (προφ.) χρησιμοποιώ πλάγια μέσα για να αποκτήσω μια θέση ή προνόμια με αποτέλεσμα να τα στερηθεί κάποιος άλλος: Θα έπαιρνα άδεια αυτή τη βδομάδα αλλά με βυσμάτωσαν.

[βυσματ- (βύσμα) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες