Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βυζαρού
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βυζαρού η [vizarú] Ο37 : (οικ.) γυναίκα με μεγάλα βυζιά.

[βυζ(ί) -αρού, θηλ. του -αράς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες