Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βυζαντινολογώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βυζαντινολογώ [vizandinoloγó] Ρ10.9α : ασχολούμαι επίμονα, σχολαστικά με θέματα επουσιώδη και χωρίς πρακτική αξία, κατατρίβομαι σε τύπους και λεπτομέρειες.

[λόγ. βυζαντινο(λογία)2 -λογώ (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες