Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βυζαντινισμός ο [vizandinizmós] Ο17 : η σχολαστική συζήτηση ή ενασχόληση με θέματα επουσιώδη και χωρίς πρακτική αξία· η προσήλωση στον τύπο και στη λεπτομέρεια, η έλλειψη πρακτικού και σύγχρονου πνεύματος.
[λόγ. < γαλλ. byzantinisme < byzantin = βυζαντιν(ός) -isme = -ισμός]



