Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βυζανιάρικο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βυζανιάρικο το [vizanáriko] Ο41 : 1. βρέφος ή μικρό ζώο που βρίσκεται σε ηλικία θηλασμού. 2. (σκωπτ., για πρόσ.) μικρός σε ηλικία, άπειρος: Είσαι ακόμα ~, τι θες με τους μεγάλους;

[βυζαν- (βυζαίνω) -ιάρικο, ουδ. του -ιάρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες