Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρώσιμο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
βρώσιμον το.
  • Φαγώσιμο, τροφή:
    • αν δέ ζητήσει βρώσιμον, ψωμίτσιν και κρομμύδιν (Προδρ. ΙV 595-1 χφ H κριτ. υπ).

[ουδ. του αρχ. επιθ. βρώσιμος ( σήμ. λόγ.) ως ουσ. Η λ. τον 11. αι. και στο DGE (ος)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρώσιμος -η -ο [vrósimos] Ε5 : (λόγ.) που μπορεί κανείς να τον φάει, που είναι κατάλληλος για φάγωμα· φαγώσιμος, εδώδιμος.

[λόγ. < αρχ. βρώσιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες