Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βρώσιμος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρώσιμος -η -ο [vrósimos] Ε5 : (λόγ.) που μπορεί κανείς να τον φάει, που είναι κατάλληλος για φάγωμα· φαγώσιμος, εδώδιμος.

[λόγ. < αρχ. βρώσιμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go