Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρόχα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρόχα η [vróxa] Ο25α : (προφ., λαϊκ.) δυνατή και συνήθ. ξαφνική βροχή: Πάτησε μια ~ καθώς ερχόμουνα!

[βροχ(ή) μεγεθ. ]

[Λεξικό Κριαρά]
βρόχα η,
βλ. βόρχα.
[Λεξικό Κριαρά]
βροχάδα η.
  • Παγίδα:
    • (Απόκοπ. 194α).

[<ουσ. βρόχος + κατάλ. άδα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες