Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βρόμη
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρόμη η [vrómi] Ο30 : δημητριακό που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή.

[αρχ. ὁ βρόμ(ος) μεταπλ. (η αλλ. γένους ίσως κατά τη λ. σίκαλη)]

[Λεξικό Κριαρά]
βρόμη η.
  • Βρόμη:
    • (Αιτωλ., Μύθ. 1076).

[<ουσ. βρόμος (I). Η λ. τον 11. αι. (LBG) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go