Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βρούχος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
βρούχος (I) ο.
  • Είδος ακρίδας χωρίς φτερά:
    • (Ανων., Ιστ. σημ. ρμα´).

[μτγν. ουσ. βρούχος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βρούχος (II) το,
βλ. βρύχος.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go