Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βροχερός, επίθ.
-
- (Προκ. για χρονική περίοδο) βροχερός:
- (Ερωτόκρ. Γ´ 1682 κριτ. υπ).
[<ουσ. βροχή + κατάλ. ‑ερός. Η λ. το 12. αι. (LBG) και σήμ.]
- (Προκ. για χρονική περίοδο) βροχερός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βροχερός -ή -ό [vroxerós] Ε1 : 1. (για καιρό) που χαρακτηρίζεται από πτώση βροχής, που προμηνύει βροχή: ~ καιρός. Bροχερή μέρα. 2. (για κλίματα, τόπους, χρονικές περιόδους) που παρουσιάζει συχνά βροχές: Bροχερό κλίμα. Bροχερό φθινόπωρο / καλοκαίρι.
[βροχ(ή) -ερός]



