Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βροτοσώστης
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
βροτοσώστης ο.
  • Αυτός που σώζει τους ανθρώπους:
    • Χριστός μου βροτοσώστης (Προδρ. III 236-1 χφ G κριτ. υπ).

[<ουσ. βροτός + σώστης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go