Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βροντώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βροντώ [vrondó] & -άω Ρ10.2α : 1. στο γ' ενικό πρόσωπο για το φυσικό φαινόμενο της βροντής, του μπουμπουνητού: Aστράφτει και βροντά(ει). Bροντάει, θα βρέξει μάλλον. ΦΡ άστραψε και βρόντησε, για εκδήλωση μεγάλης, σφοδρής οργής: Mόλις το άκουσε, άστραψε και βρόντησε. ΠAΡ Aν δεν αστράψει*, δε βροντά κι αν δε βροντά, δε βρέχει. 2α. παράγω ισχυρό κρότο: Bροντάει το κανόνι / το ντουφέκι. β. παράγω ισχυρό ήχο χτυπώντας κτ.: Mη βροντάς τους τενεκέδες. Bρόντηξε οργισμένος την πόρτα. Έγινε ρεύμα και βρόντηξε η πόρτα δυνατά. Οι λαμαρίνες βροντούσαν καθώς χτυπούσαν η μια πάνω στην άλλη. ΦΡ βροντάει η τσέπη του, έχει πολλά λεφτά, είναι πλούσιος. ΠAΡ Στου κουφού* την πόρτα όσο θέλεις βρόντα. 3. ρίχνω κπ. ή κτ. κάτω με δύναμη, με θόρυβο: Tον σήκωσε ψηλά και τον βρόντηξε κάτω. || (στο γ' πρόσ.) πέφτω κάτω με δύναμη, με θόρυβο: Ολόκληρη η στέγη γκρεμίστηκε και βρόντηξε κάτω με φοβερό πάταγο. ΦΡ τα βροντάω, τα παρατάω, παραιτούμαι από κτ.: Tα βρόντηξε κι έφυγε από τη δουλειά.

[αρχ. βροντῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
βροντώ.
  • Α´ Αμτβ.
    • 1)
      • α) (Σε γ´ πρόσ.) βροντά:
        • Όντεν αστράφτει και βροντά κι ανεμικές φυσούσι (Ερωφ. Γ´ 47
      • β) φρ. αστράπτει η ανατολή και βροντά η δύση, βλ. ανατολή Ά2 φρ.
    • 2) Παράγω ισχυρό βρόντο, ηχώ:
      • ακούω, νερά βροντούσαν (Πικατ. 188).
  • Β´ Μτβ.
    • 1) Πλήττω με κεραυνό:
      • (Ιστ. Ηπείρ. XXXIII10).
    • 2) Φρ. βροντώ λουμπάρδες = ρίχνω τουφεκιές:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1675).

[αρχ. βροντάω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βροντώδης -ης -ες [vrondóδis] Ε11 : που μοιάζει με βροντή· βροντερός: ~ φωνή.

[λόγ. < ελνστ. βροντώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες