Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βροντόφωνος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
βροντόφωνος, επίθ.· θηλ. βροντοφώνη.
  • Που έχει βροντώδη φωνή:
    • γλώσσαν βροντοφώνην (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 266).

[<ουσ. βροντή + φωνή. Η λ. τον 5. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βροντόφωνος -η -ο [vrondófonos] Ε5 : που έχει βροντερή φωνή.

[ελνστ. βροντόφωνος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go