Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βρομόσκυλο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρομόσκυλο το [vromóskilo] Ο41 : 1. βρόμικο, ακάθαρτο σκυλί και μειωτικά για οποιοδήποτε σκυλί· κοπρόσκυλο: Mε τρόμαξε το ~ με τα γαβγίσματά του. 2. (μτφ., υβρ.) αισχρός, κακός άνθρωπος, παλιάνθρωπος, αλήτης: Εγώ τον εμπιστεύτηκα κι αυτό το ~ με κατάκλεψε.

[μσν. ο βρομόσκυλος μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ. < βρομο- + σκύλος]

[Λεξικό Κριαρά]
βρομόσκυλος ο.
  • Σκύλος ακάθαρτος (υβριστ.):
    • (Μαρκάδ. 176).

[<ουσ. βρόμα + σκύλος. Πβ. το σημερ. βρομόσκυλο το]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go