Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρομόπαιδο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρομόπαιδο το [vromópeδo] Ο41 : 1. βρόμικο, ακάθαρτο παιδί: Έπαιζαν τα βρομόπαιδα και κυλιούνταν μέσα στις λάσπες. 2. (μτφ., μειωτ., υβρ.) παλιόπαιδο: Aυτό το ~ φταίει για όλα.

[βρομο- + παιδ(ί) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες