Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρομόγλωσσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρομόγλωσσα η [vromóγlosa] Ο27 : μειωτικός χαρακτηρισμός για γλώσ σα και με επέκταση πρόσωπο που εκστομίζει αισχρά, χυδαία ή συκοφαντικά λόγια· βρομόστομα: Mάζεψε λίγο τη βρομόγλωσσά σου. Είναι μια ~ αυτός, ο Θεός να σε φυλάει.

[βρομο- + γλώσσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες