Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρομοκοπάω [vromokopáo] & -ώ Ρ10.1α : αναδίδω έντονα δυσάρεστη και βαριά οσμή: Bρομοκοπάς ιδρωτίλα / κρασί / σκόρδο. Bρομοκόπησε ο τόπος από τις αναθυμιάσεις.
[βρομο- + -κοπώ]



