Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βρομιάρικος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
βρομιάρικος, επίθ.
  • Που είναι βρόμικος, λερωμένος:
    • ασκίν βρομιάρικον (Πουλολ. 56).

[<επίθ. βρομιάρης + κατάλ. ικος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρομιάρικος -η -ο [vromnárikos] Ε5 : που είναι μονίμως ακάθαρτος, βρομερός: Bρομιάρικο παιδί / σκυλί.

[μσν. βρομιάρικος < βρομιάρ(ης) -ικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go