Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρομιά
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρομιά η [vromná] Ο24 : 1. ακαθαρσία, βρόμα2: Tα ρούχα του / τα χέρια του ήταν γεμάτα βρομιές. 2. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη καθαριότητας· βρόμα3: Zει μέσα στη ~. 3. (μτφ., συνήθ. πληθ.) αισχρός, ανήθικος λόγος ή πράξη: Δεν ανέχομαι ν΄ ακούω τις βρομιές που ξεστομίζει κάθε τόσο. Kάποια ~ θα ΄κανε και τον έκλεισαν στη φυλακή, παρανομία.

[βρόμ(α) -ιά κατά το αντ. μυρωδιά]

[Λεξικό Κριαρά]
βρομιάρης, επίθ.· θηλ. βρομιαρέα.
  • Βρόμικος, ακάθαρτος:
    • εβρόμισεν όλους με τα χνότα του ο βρομιάρης (Σπανός A 98).
  • Το θηλ. ως ουσ. = βρόμα:
    • από βρομιαρέας μη εγλύσεις, Τσίρε (Οψαρ. 36250).

[<ουσ. βρόμα + κατάλ. ιάρης. Το θηλ. στο Du Cange (λ. βρωμιαρέας). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρομιάρης -α -ικο [vromnáris] Ε9 : 1. που τον χαρακτηρίζει μόνιμα η έλλειψη καθαριότητας, η βρομιά· ακάθαρτος, βρομερός. 2. (μτφ.) άνθρωπος αισχρός, ανήθικος.

[μσν. βρομιάρης < βρόμ(α) -ιάρης]

[Λεξικό Κριαρά]
βρομιάρικος, επίθ.
  • Που είναι βρόμικος, λερωμένος:
    • ασκίν βρομιάρικον (Πουλολ. 56).

[<επίθ. βρομιάρης + κατάλ. ικος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρομιάρικος -η -ο [vromnárikos] Ε5 : που είναι μονίμως ακάθαρτος, βρομερός: Bρομιάρικο παιδί / σκυλί.

[μσν. βρομιάρικος < βρομιάρ(ης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες