Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρογχεκτασία η [vronxektasía] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική διαστολή των βρόγχων.
[λόγ. < νλατ. bronchiectas(is) -ία < αρχ. τά βρογχί(α) `βρόγχοι΄ + ἔκτασις (η αποβ. του [i] κατά το αρχ. βρόγχος)]



