Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βρεφονηπιακός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρεφονηπιακός -ή -ό [vrefonipiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στα βρέφη και στα νήπια: ~ σταθμός, ίδρυμα για την περιποίηση και τη φροντίδα των βρεφών και των νηπίων.

[λόγ. βρέφ(η) -ο- + νήπι(α) -ακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go