Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βρεφικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
βρεφικός, επίθ.
  • Το ουδ. ως ουσ. = βρέφος:
    • (Λίβ. P 583).

[μτγν. επίθ. βρεφικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρεφικός -ή -ό [vrefikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο βρέφος: Bρεφική ηλικία. ~ σταθμός. Bρεφικές τροφές / ασθένειες.

[λόγ. < ελνστ. βρεφικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go