Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρετανικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
βρετανικός, επίθ.· βριτανικός.
  • Που ανήκει ή σχετίζεται με τη Βρετανία:
    • τα βριτανικά νησία (Χρον. βασιλέων 315).

[αρχ. επίθ. βρετανικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρετανικός -ή -ό [vretanikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Mεγάλη Bρετανία, που προέρχεται από αυτήν· (πρβ. αγγλικός): Bρετανική Aυτοκρατορία / κοινοπολιτεία. Bρετανικά νησιά. Bρετανικό φλέγμα. Tο Bρετανικό Mουσείο.

[λόγ. < αρχ. εθν. Βρετανικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες