Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρεκεκέξ [vrekekéks] & βρεκεκεκέξ [vrekekekéks] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον κοασμό του βατράχου: ~ κουάξ κουάξ, ακούγονταν οι βάτραχοι από το έλος.
[λόγ. βρεκεκεκέξ με απλολ. [keke > ke] · λόγ. < αρχ. βρεκεκεκέξ (ηχομιμ., προφ. [bre-] )]



