Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρεκεκέξ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρεκεκέξ [vrekekéks] & βρεκεκεκέξ [vrekekekéks] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον κοασμό του βατράχου: ~ κουάξ κουάξ, ακούγονταν οι βάτραχοι από το έλος.

[λόγ. βρεκεκεκέξ με απλολ. [keke > ke] · λόγ. < αρχ. βρεκεκεκέξ (ηχομιμ., προφ. [bre-] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες