Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βραχώδης -ης -ες
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραχώδης -ης -ες [vraxóδis] Ε11 : (για τόπο, έδαφος) που είναι γεμάτος βράχους: Bραχώδες έδαφος. Bραχώδεις ακτές. H περιοχή είναι ~ και ακατάλληλη για καλλιέργεια.

[λόγ. < ελνστ. βραχώδης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go