Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βραχυχρόνιος -α -ο [vraxixrónios] Ε6 : που διαρκεί μικρό, σύντομο χρονικό διάστημα: Bραχυχρόνια παραμονή / ανάπαυλα. ANT μακροχρόνιος.
[λόγ. < αρχ. βραχυχρόνιος]



