Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βραστός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
βραστός, επίθ.
  • 1) Που έχει βράσει, βρασμένος:
    • κρέας βραστόν (Ορνεοσ. αγρ. 53332).
  • 2)
    • α) Ζεστός, καυτός:
      • τον ήλιον το βραστόν (Κυπρ. ερωτ. 10817
      • (μεταφ.):
        • δάκρυα βραστά λουβίζω γιον καμίνιν (Κυπρ. ερωτ. 9524
    • β) (προκ. για μέταλλο) πυρακτωμένος:
      • σίδερον βραστόν (Ασσίζ. 35115
    • γ) (προκ. για νεκρό) που δεν έχει «κρυώσει»:
      • (Ασσίζ. 4754
    • δ) που έχει ζεσταθεί:
      • κόρην … όχι βραστήν του ήλιου πολλούς χρόνους (Κυπρ. ερωτ. 1083).
  • Το ουδ. ως ουσ. =
    • 1) Ζέστη, κάψα:
      • ο ήλιος μου δίδει βραστό στα μάτια (Κυπρ. ερωτ. 10538).
    • 2) (Μεταφ.) θέρμη, ζωντάνια:
      • το βραστό τση ζήσης τως (Ερωτόκρ. Γ´ 828).

[<βράζω. Η λ. τον 11. αι. (LBG) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραστός -ή -ό [vrastós] Ε1 : 1. (για υγρό) που έχει βράσει, που είναι πολύ ζεστός, καυτός· ζεματιστός: Bραστό νερό / γάλα. 2. (για τροφές) μαγειρεμένος με βράσιμο: Bραστές πατάτες. Bραστό ψάρι. Bραστά αυγά / κουκιά. || ~ καφές, ψημένος μέχρι βρασμού. 3. (ως ουσ.) α. το βραστό, κρέας μαγειρεμένο με βράσιμο: Σήμερα φάγαμε βραστό με σούπα. β. (πληθ.) τροφές μαγειρεμένες με βράσιμο: Ο γιατρός τον συμβούλεψε να τρώει βραστά.

[μσν. βραστός < βρασ- (βράζω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες