Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρασμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρασμός ο [vrazmós] Ο17 : (λόγ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βρά ζω. || (φυσ.) το φαινόμενο που συνοδεύει τη μετάβαση ενός υγρού σε κατάσταση αερίου: H θερμοκρασία βρασμού για κάθε υγρό εξαρτάται και από την ατμοσφαιρική πίεση. Σημείο βρασμού, η θερμοκρασία κατά την οποία αρχίζει να βράζει ένα υγρό. 2. (μτφ.) ψυχική ένταση, ταραχή: ~ ψυχικής ορμής, ψυχική ταραχή που υπό την επήρειά της αποφασίζεται και τελείται το αδίκημα της ανθρωποκτονίας. ΦΡ εν βρασμώ ψυχής, για πράξεις που γίνονται υπό το κράτος μεγάλης ψυχικής αναταραχής: Mην τον παρεξηγείς, όσα έκανε, τα έκανε εν βρασμώ ψυχής.

[λόγ. < ελνστ. βρασμός]

[Λεξικό Κριαρά]
βρασμός ο.
  • 1) Αναταραχή:
    • (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 529).
  • 2) Καημός, στενοχώρια:
    • της ψυχής μου τον βρασμόν (Λίβ. P 2149· Πανώρ. Ε´ 134).

[μτγν. ουσ. βρασμός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες