Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βραδυπορώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραδυπορώ [vraδiporó] Ρ10.9α : γίνομαι, εξελίσσομαι με βραδύ ρυθμό, καθυστερώ: Οι διαδικασίες / οι συνομιλίες βραδυπορούν.

[λόγ. < ελνστ. βραδυπορῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες